Monday, January 19, 2009

Η συνδιαλλαγή με την πραγματικότητα



Τρίτη πρωϊ...


Προσπάθησα να αψηφήσω το πολικό ψύχος και πετάρισα κατά την πόλη...


Σε λίγα λεπτά μπορούσα να αντικρίσω την κίνηση γύρω από την αγορά. Άνθρωποι ντυμένοι σαν κρεμμύδια πηγαινοέρχονταν δεξιά και αριστερά... Κάπου κάπου κάθονταν μέσα στην μέση του δρόμου περήφανα, ανοίγοντας τις σακούλες τους για να καμαρώσουν τα αποκτήματα τους , τα κοίταζαν με ένα εξερευνητικό βλέμμα, για να τα βάλουν πάλι μέσα στις πολύχρωμες συσκευασίες και να τραβήξουν βιαστικά για τον επόμενο καταναλωτικό σταθμό...


Δεν ξέρω γιατί τους παρατηρούσα. Το στομάχι μου γουργούριζε και ένιωθα όλη αυτή η κρύα ατμόσφαιρα του χειμωνιάτικου πρωϊνού να αγκαλιάζει το σώμα μου.... Ένιωθα πως τα φτερά μου μόλις που με κρατούσαν πλέον στον αέρα.... μικρές δροσοσταλίδες νερού κρέμονταν από τα πούπουλά μου σαν τα πιο πολύτιμα στολίδια...


Είχα τσιμπολογήσει κάτι ψίχουλα εχτές το βράδυ από ένα κουλουράκι που βρήκα στον δρόμο.... Φαντάζομαι ότι κάποιο πιτσιρίκι προσπάθησε να υπακούσει στις επίμονες παραινέσεις της μητέρας του αλλά... το νόστιμο έδεσμα του έπεσε από τα χέρια και κατέληξε στο ψυχρό ασφαλτόστρωμα!!

Τέτοια καλά δεν συμβαίνουν δυστυχώς κάθε μέρα...


Το πλακόστρωτο της ψυχρής πόλης φάνταζε σαν χαλί που ξεδιπλωνόταν νωχελικά μπρος στα αδηφάγα μάτια μου σε αυτήν την πρωϊνή πτήση... Έπρεπε οπωσδήποτε να βρω κάτι να τσιμπολογήσω σήμερα...


Με αυτήν την σκέψη, προσγειώθηκα στο συντριβάνι της πόλης... Προσφιλής σταθμός τα καλοκαίρια για μικρές δροσιστικές στάσεις... Μα τώρα τον χειμώνα το νερό ήταν γυαλιστερό σαν γυαλί και μπορούσα να καθρεπτίσω τον εαυτό μου στην επιφάνειά του....


Το ήξερα ότι τέτοιο καιρό δεν θα βρω τροφή εκεί. Η πηγή δεν ανάβλυζε πιά νερό παρά έμενε παραδομένη στις ψυχρές μάζες που κατέκλυζαν την πόλη και έκαναν το νερό να λάμπει σαν διαμάντι...


Η εικόνα μιας γνώριμης παρουσίας μου κίνησε το ενδιαφέρον. Μπροστά μου είχα ένα πτηνό όμοιο σαν και του λόγου μου... Τον πλησίασα προσεκτικά γιατί φαινόταν ήρεμος και δεν ήθελα να διαταράξω την αυτοσυγκέντρωση του..


<<Έι... πσςςς>> του ψιθύρισα... <<Είμαι το περιστέρι που συχνάζω στο δημαρχείο της πόλης... Πεινάω πολύ σήμερα και βάλθηκα να οργώσω την πόλη μπας και βρώ κάτι να γεμίσω το στομάχι μου>>...

-Δεν μου απάντησε-

<<Θα κρυώνει πολύ και θα πεινάει>> μονολόγησα... Γι' αυτό προσπάθησα να του ξετυλίξω λίγες ακόμη λεπτομέρειες της απλοϊκής μου ταυτότητας...

<<Εγώ είμαι που κουτσουλάω το άγαλμα μπροστά στο δημαρχείο το καλοκαίρι>>... Εγώ είμαι που τσακώθηκα με τις δεκαοχτούρες που συχνάζουν στην αγορά... Μου έκλεβαν το φαγητό και δεν θα το άφηνα ατιμώρητο>>...


Το πουλί στεκόταν εκεί ακίνητο και αμίλητο, πιο κρύο και από το κρυσταλλένιο νερό της πηγής... Μήτε φαινόταν να ακούει την πρωϊνή μου εξομολόγηση, μήτε φαινόταν να έχει διάθεση να συμμετάσχει στην κουβέντα...


<<Τί παράξενο πράγμα>>...σκέφτηκα.


Μοιάζεις ακριβώς με τα αντικείμενα που οι άνθρωποι βγάζουν από τις σακούλες τους και όλο καμάρι τα κοιτούν αχόρταγα γεμάτοι περηφάνια.. Πόσες φορές και αν δεν πίστεψαν ότι έχουν ολόκληρο τον κόσμο σε μια πλαστική σακούλα και ύστερα αυτή φαντάζει την επόμενη ημέρα τόσο άδεια που έχουν ανάγκη να την ξαναγεμίσουν...


Πόσες φορές και αν δεν ζήλεψα τις υπάρξεις εκείνες που μπρος στην τόση μεγάλη ευφορία της γεμάτης σακούλας, βυθίζονται στον καναπέ κρατώντας σφιχτά το τηλεκοντρόλ στο χέρι... Έχουν προσδεθεί στην θέση που προσφέρει ο αυτόματος πιλότος της υλικής ευδαιμονίας και δεν χρειάζεται πια να γεμίσουν μήτε το ψυγείο τους, μήτε το κεφάλι τους, μήτε την πλαστική σακούλα....


Τί είναι πραγματικότητα? Και ακόμη και αν είναι φτιαγμένη από τα υλικά που μπορούν να αγγίξουν οι άνθρωποι, επιδέχεται περιτύλιγμα και μεταφορά σε πλαστική σακούλα? Αν μπορείς να μεταθέτεις όλες τις έγνοιες για το αύριο, έχεις φτιάξει ήδη την δική σου πραγματικότητα... Ένα μάτσο πράγματα που πρέπει να τα αντιμετωπίσεις σήμερα και εσύ επιμένεις να τα περιχώνεις στην πλαστική σακούλα και να τα αποθηκεύεις στο ντουλάπι του αύριο...

Αυτό το ονομάζεις στωικότητα και νηφαλιότητα.... μια μετρημένη πτήση πάνω από την πόλη...


Μπορείς να αγνοείς τα λερωμένα πιάτα στον νεροχύτη που διηγούνται χρονολογικά την διατροφική σου δραστηριότητα... Μπορείς να ξεχάσεις τους λογαριασμούς που κρεμάς με μαγνητάκι στο ψυγείο και να σταματήσεις να σηκώνεις το τηλέφωνο στον κάθε τύπο με γραβάτα, που επιμένει να σε προικίσει με την τελευταία λέξη του πλαστικού χρήματος...


Έχεις κάθε δικαίωμα να παραιτηθείς από την ανακύκληση του χρόνου και να ελπίζεις να τα φέρει η ζωή όλα όπως έχουν... Γύρω από φεγγάρια και χειμώνες χωρίς την δική σου παρέμβαση.... Αυτή η παθητικότητα άρχισε να μου αρέσει ως ιδέα...


Εγώ τελικά που οργώνω κάθε μέρα ολόκληρη την πόλη για να βρώ μερικούς σπόρους, πάσχω από το σύνδρομο του ξεπακεταρίσματος... Μου αρέσει να αδειάζω τα πράγματα στο τραπέζι και να θέλω να τους βρω μια θέση στο σήμερα... Με απασχολούν ίσως περισσότερα από όσα μπορούν να χωρέσουν στο ντουλάπι μου... Σου ορκίζομαι όμως ότι η πείνα δεν άγγιξε ποτέ την ψυχή μου... Το κεφάλι μου μένει γεμάτο σκέψεις και η καρδιά μου ξεχειλίζει από αγάπη, που νιώθω ότι θέλω να ανταποδώσω σε εκείνους που μου την προσφέρουν απλόχερα...


Η δική μου πραγματικότητα είναι πραγματική... Όχι σαν και εσένα... χαζοπούλι... Σε κατάλαβα!!... Είσαι φτιαγμένο από μέταλλο και στέκεις άγρυπνος φρουρός στο συντριβάνι της πόλης, έτοιμος να αποθαρρύνεις καθέναν που πλησιάζει για να χαρεί την ομορφιά του κρυσταλλένιου νερού. Είσαι ένα αισχρό κατασκεύασμα των ανθρώπων που αρέσκονται να σε βλέπουν από το παράθυρό τους... Γιατί ποτέ δεν θα τολμούσαν να σε αντίκρίσουν αφήνοντας την ασφάλεια των 4 τοίχων του σπιτιού τους...


Με όλα αυτά πείνασα... Μακάρι να είχες αφτιά να ακούσεις το γουργουρητό και τις στιχομυθίες της μικρής μου κοιλιάς. Ίσως και μετά από μερικούς αιώνες να υπάρχεις ακόμη εδώ όταν εγώ θα έχω σβήσει.... Φρακαρισμένος στην ομορφιά και την ακινησία του ψεύτικου που περηφανεύεται την ενσάρκωση της πραγματικότητας...


Εγώ όμως να το ξέρεις.... Είμαι πραγματικό περιστέρι.... Ελεύθερο να κυνηγά τις λιχουδιές στους δρόμους της πόλης... Νηστικό γιατί ξέρω τί μου λείπει σήμερα από το στομάχι και χορτάτο γιατί το έχω ήδη ονειρευτεί και πιστεύω ότι θα το βρώ σήμερα στο κρύο πλακόστρωτο...


<<Έχε γειά>> του είπα και ξανάνοιξα τα φτερά μου για να επισκεφτώ την διπλανή πολύβουη αγορά....


Μερικές φορές οι άνθρωποι ρίχνουν κατά λάθος νόστιμα πράγματα από τις σακούλες τους... Αυτό που εσύ το λές πραγματικότητα και το παραχώνεις στην σακούλα.... εγώ το λέω αποβλάκωση και το τρώω για πρωινό επειδή σου πέφτει στο διάβα...


Πέταξα όσο πιό μακριά μπορούσα....


Δεν είχα άλλες δυνάμεις για να σκεφτώ τον μονόλογό μου με το σιδερένιο περιστέρι....


Άνοιξα τα φτερά και ξεχύθηκα στο πρωϊνό αιθέρα...


Το σιδερένιο περιστέρι φάνταζε πιά μακρινή ανάμνηση....