Ακολούθησα το μονοπάτι...
Πυκνή ομίχλη σκέπαζε το τοπίο και μπορούσα να αισθανθώ στον αέρα μία παράξενη μυρωδιά υγρασίας....
Νομίζω ότι ανέπνεα. Το στήθος μου ανεβοκατέβαινε ανακυκλώνοντας αυτήν την αποπνικτική ατμόσφαιρα.
Το ρουθούνισμά μου εναρμονιζόταν με το κρότο των παπουτσιών μου που έμπαιναν βαθιά μέσα στις λάσπες διασχίζοντας το στενό δρομάκι...
Έπρεπε να είχα στρίψει εδώ και κάποια ώρα όταν αντίκρυσα το στενό μονοπάτι στα αριστερά. Μα έτσι όπως η επιθυμία ανέβηκε από το στομάχι μου, με την ίδια ευκολία την κατάπια μαζί με τον μουχλιασμένο αέρα.
Πόσες φορές και αν δεν πείσαμε τον εαυτό μας ότι τα πράγματα θα ήταν καλύτερα αν είχαμε πάρει την στροφή... Και ωστόσο, αυτή η στροφή, ποτέ δεν μπόρεσε να μας πείσει για την ύπαρξη άλλων διασταυρώσεων... Δεν μας έπεισε ότι το διαφορετικό και το εναλλακτικό δεν είναι κατα ανάγκη και το καλύτερο.
Μια παράξενη μελωδία ερχόταν μέσα από το κεφάλι μου και την μουρμούριζα κεφάτα. Θαρρείς αυτό το ασπρόμαυρο μονόπρακτο να είχε την ανάγκη μουσικής υπόκρουσης, για να αμβλύνει την αίσθηση του μουχλιασμένου αέρα.
Τα πόδια μου ήταν κρύα και βρεγμένα, γεμάτα λάσπες... Το στομάχι μου είχε μετατραπεί σε τράπεζα επιθυμιών που με τον ίδιο ρυθμό που ανέβαιναν προς το κεφάλι, κατέβαιναν πάλι πίσω.
Τί περιμένουν οι άνθρωποι για να σπάσει αυτή η ηρεμία του προσώπου και να φανεί ένα χαμόγελο στα χείλη τους; Γιατί πάντοτε αυτή η διαδρομή των επιθυμιών συναντά το μεγαλύτερο κυκλοφοριακό χάος προς το δρόμο για την υλοποίηση;
Μικρές σταγόνες κατέβαιναν από το μέτωπό μου προς τα μάγουλά μου. Δεν ξέρω αν ήταν ιδρώτας ή αν ο μουχλιασμένος αέρας προσπαθούσε να σημαδέψει το πρόσωπό μου. Νομίζω πως είχα αναψοκοκκινίσει.
Δεν έχω ιδέα πόσες ακόμη λακκούβες με νερό έπρεπε να προσπεράσω. Δεν μου πέρασε καν απ' το μυαλό το πόσο πειθήνια με σκέπαζε η νύχτα. Το μόνο που ανάβλυζε από την ψυχή μου ήταν η σκέψη της λύτρωσης...
Όλη μου η συγκέντρωση βρισκόταν στις χούφτες μου, που προσπαθούσα να τις κρατώ μισάνοιχτες... Ανάμεσα στις φυλλωσιές και κάτω από τα χιόνια, είχα βρει ένα μικρό λουλούδι....
Το κρατούσα σαν τον πιο πολύτιμο θησαυρό. Η ζεστασιά που ερχόταν από τον μίσχο του και απλωνόταν στον αντίχειρα και την παλάμη μου, αρκούσε για να μου ζεστάνει την ψυχή.
Δεν με ένοιαζε πια που πηγαίνω... Σταμάτησε να στριφογυρνά στο μυαλό μου η εμμονή του κρύου και της πείνας.
Είχα κόψει το μικρό λουλούδι και το κουβαλούσα ευλαβικά στις χούφτες μου. Τα γαλάζια πέταλά του χάιδευαν το δέρμα στις παλάμες μου...
Συνέχισα να κατηφορίζω το μονοπάτι αναμασώντας τον μουχλιασμένο αέρα. Το μικρό λουλούδι που ήξερε τα μυστικά του δάσους με έκανε να χαμογελάσω...
Καμιά φορά οι άνθρωποι περιμένουν από μεγάλες ερωτήσεις να έρθουν μεγάλες απαντήσεις...
Εγώ δεν περίμενα τίποτα.
Μου αρκούσε η ζεστασιά του μικρού μισομαραμένου μίσχου, και το απαλό χάιδεμα των πετάλων....
Και εκεί με σκέπασε η νύκτα....